- περιλαβαίνω
- ΝΜβλ. περιλαμβάνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιλαβαίνω — περιλαβαίνω, περίλαβα και περιέλαβα βλ. πίν. 200 Σημειώσεις: περιλαβαίνω – περιλαμβάνω : τα δύο ρ. διαφοροποιούνται ως προς τις σημασίες. Το περιλαβαίνω σημαίνει → αρπάζω, τσακώνω (π.χ. θα σε περιλάβω και θα φας το ξύλο της χρονιάς σου!). Το… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
περιλαβαίνω — περίλαβα 1. περιλαμβάνω, παίρνω, έχω μέσα, χωράω, περικλείνω. 2. παραλαβαίνω, δέχομαι, παίρνω: Σήμερα περιλάβαμε το εμπόρευμα από το τελωνείο. 3. πιάνω, τσακώνω, αρπάζω, περιαδράχνω: Τον περίλαβε από το γιακά και τον ταρακούνησε απειλητικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιλαμβάνω — περιλαμβάνω, περιέλαβα βλ. πίν. 165 Σημειώσεις: περιλαβαίνω – περιλαμβάνω : τα δύο ρ. διαφοροποιούνται ως προς τις σημασίες. Το περιλαβαίνω σημαίνει → αρπάζω, τσακώνω (π.χ. θα σε περιλάβω και θα φας το ξύλο της χρονιάς σου!). Το περιλαμβάνω… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παραλαμβάνω — ΝΜΑ, κρητ. τ. παλλαμβάνω Α, περιλαβαίνω Ν 1. παίρνω κάτι που μού δίνεται από άλλον, λαμβάνω (α. «παρέλαβα τα δέματα που μού έστειλες» β. «παρέλαβον καὶ ἐνέβαλον εἰς τὸ πλοῑον [ενν. φορτίον]», πάπ.) 2. δέχομαι κάποιον κοντά μου ως βοηθό, σύμμαχο ή … Dictionary of Greek
περιλαμβάνω — ΝΜΑ και περίλαβαίνω Ν [λαμβάνω] νεοελλ. 1. (για κείμενα) περιέχω, διαλαμβάνω, πραγματεύομαι («το νέο βιβλίο περιλαμβάνει την ιστορία τής Τουρκοκρατίας») 2. χωράω, μπορώ να χωρέσω («η νέα αίθουσα μπορεί να περιλάβει 3.000 άτομα) 3. μτφ. επιπλήττω… … Dictionary of Greek
προγράφω — πρόγραψα, προγράφτηκα, προγραμμένος, καταδιώκω πολιτικούς αντιπάλους ή τους καταδικάζω χωρίς διατυπώσεις, περιλαβαίνω σε σχέδια εξόντωσης ορισμένα πρόσωπα: Παράνομη οργάνωση προγράφει πολιτικές προσωπικότητες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)